- ξέφραγμα
- τό1) загораживание; разгораживание; огораживание; 2) расчистка (прохода)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξέφραγμα — το, ατος αφαίρεση του φράχτη: Κάποιος από δω κοντά έκανε το ξέφραγμα του οικοπέδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέφραγμα — το [ξεφράζω] αφαίρεση τού φράχτη … Dictionary of Greek
έκφραξη — η (Α ἔκφραξις) νεοελλ. διάνοιξη φραγμένου πόρου, ξέφραγμα αρχ. ιατρ. διάνοιξη εμφράξεως … Dictionary of Greek